Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Τέσσερα ποιήματα του Μαγιακόφσκι

     
     Σαν χθές 7 Ιουλίου, γεννήθηκε ο σοβιετικός ποιητής και καλλιτέχνης  Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Владимир Владимирович Маяковский) (Μπαρντάντ Γεωργίας 1893 - Μόσχα 1930).
        Η βιογραφία του βρίθει από πολιτική δράση κάτι που θα τον κάνει να ασπαστεί το σοσιαλισμό (στη συνέχεια βέβαια υποστήριξε και τη διαστρεβλωμένη σοβιετική εκδοχή του, αφου γενικά υποστήριξε με πολλούς τρόπoυς το καθεστώς που διαμωρφώθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση).
    Σε νεαρή ήδη ηλικία, το 1908, εντάσσεται στο σοσιαλδημοκρατικό (μπολσεβικικό) κόμμα και το 1909 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για ένα χρόνο. Μετά την αποφυλάκιση του, γράφεται στη Σχολή Ζωγραφικής και Αρχιτεκτονικής της Μόσχας, προσχωρεί στους κυβοφουτουριοτές και επιτίθεται, με την προκλητική του συχνά συμπεριφορά και με έντονα τα στοιχεία της υπερβολής, της υπεροψίας και της αυτοαναφοράς στη ποίησή του, στο πολιτικό και καλλιτεχνικό κατεστημένο της χώρας του. Το 1914 αποβάλλεται από τη Σχολή Ζωγραφικής και τον επόμενο χρόνο εγκαθίσταται στην Πετρούπολη.
     Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917), ο Μαγιακόφσκι τάσσεται δραστήρια στο πλευρό των μπολσεβίκων. Αναδείχτηκε αμέσως ο σημαντικότερος -και ο επίσημος- ποιητής της Σοβιετικής Επανάστασης, την οποία εξύμνησε με το έργο του και υπηρέτησε με ποιήματα όπως το «Ξελασπώστε το μέλλον».
    Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης ως ανταποκριτής σοβιετικών εφημερίδων και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο (πρωταγωνίστησε μάλιστα σε τρεις ταινίες). Παρά την πίστη του στην προλεταριακή τέχνη, η ιδεολογική καθαρότητα του έργου του αμφισβητήθηκε έντονα από το κομματικό κατεστημένο της χώρας του. Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα, τον Κοριό και το Λουτρό, ασκώντας κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία. Αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εφτά χρονών.

       Κύρια ποιητικά του έργα: Σύννεφο με παντελόνια (1915), Ο πόλεμος και ο κόσμος (1917), 150.000.000 (1921), Βλαντψίρ ΊλιτςΛένιν (1925). Θεατρικά: Μυστήριο Μπούφφο (1917-18), Ο κοριός (1928). Το λουτρό (1929).



  Παρά την στρατευμένη του δράση και τη σύμπλευση με ένα καθεστώς με  μηχανιστική αντίληψη για το σοσιαλισμό («κρατικό καπιταλισμό» πιο σωστα), δεν μειώνεται η καλλιτεχνική αξία πολλών απ’τα ποιήματά του. Διακρίνει κανείς, απεναντίας, ένα ουμανιστικό όραμα για την ελευθερία και τον αγωνιζόμενο άνθρωπο κάτι που αναδύεται από την ένταση και τη γνησιότητα του συναισθήματος που συναντά κανείς στα ποιήματά του, κόντρα στη διδακτική πρόθεση που συνυπάρχει πολλές φορές.(Κλασικό παράδειγμα το «Ξελασπώστε το μέλλον»)
  Παρακάτω λοιπόν παρουσιάζονται τέσσερα ποιήματα του αμφιλεγόμενου αυτού καλλιτέχνη. Η κρίση και η ανάλυση ειναι δική σας  Πάντα η ποίηση άλλωστε είναι και κάτι υποκειμενικό αφου ξυπνάει διαφορετικά συναισθήματα .. Έτσι τουλάχιστον εκτιμώ αφου δεν έχω ασχοληθεί αρκετά με αυτή τη μορφή έκφρασης.. Τα ποιήματα που επέλεξα πάντως έχουν μία σαφή κοινωνική και πολιτική (με τη γενικότερη έννοια της πολιτικής και όχι με τη κατασκευασμένη) χροιά,άρα σίγουρα η ανάλυσή τους είναι πιο άμεση..



Ξελασπώνοντας το μέλλον

Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός στη γη, στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.

Είναι και μες στο σπίτι, στο τραπεζάκι μπρός, στις σχέσεις, στη φαμίλια, στην καθημερινή ρουτίνα.

Εκείνος κει, που ολημερίς τριζοβολάει βλαστήμιες σαν κάρο κακογρασωμένο, εκείνος που,σαν ολολύζει η μπαλαλάικα χλωμιάζει ευθύς, αυτός το μπόι του μέλλοντος δεν το ‘χει φτασμένο.

Πόλεμος δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ, να λες ναι ναι, στα μέτωπα με βολές πολυβόλου. Της φαμίλιας, του σπιτικού, η επίθεση, για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου.

Εκείνος που υποτάχτηκε στην πίεση της φαμίλιας, κοιμάται μες στη μακαριότητα ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, αυτός δεν έφτασε το μπόι της προσήλιας, της δυνατής ζωής εκείνης που θα ‘ρθει.

Σαν τη φλοκάτα και το χρόνο επίσης,ο σκόρος την καθημερνότητας τον κατατρώει στιγμή-στιγμή.


Το μεινεσμένο ρούχο των ημερών μας για ν’ αερίσεις ε, κομσομόλε, τίναξέ το εσύ.


μτφρ. Γιάννης Ρίτσος

κομσομόλος: μέλος της κομσομόλ, δηλαδή της κομμουνιστικής νεολαίας,
πιονέρος-ισσα: αυτός που ανοίγει νέους δρόμους, ο πρωτοπόρος,
κομμούνα: εδώ: η κομμουνιστική κοινότητα,
μπαλαλάικα: έγχορδο μουσικό όργανο των Ρώσων,
μεινεσμένος: αυτός που έχει μείνει πολύ καιρό αχρησιμοποίητος.




Ελευθερία έκφρασης

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα





Καλώ στην απολογία

Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.

Για τι;

Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.

Εν ονόματι ποιών συμφερόντων η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;

Ελευθερία;

Θεός;

Δολάριο!

Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;

Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!





Επίκαιροι Αμίλητοι

Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες περί δημοκρατικής τάξης,

ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.



Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,

οι ηγεμόνες δυναμώνουν,

ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,

των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.



Ετούτων των αμίλητων το πετσί,

περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.



Τους φτύνουνε καταπρόσωπο

κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.



Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,

και που το παράπονό τους να πούνε;



Απ’ του μισθού τα ψίχουλα,

πώς να αποχωριστούνε;



Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,

μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.



Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!



Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,

άλλο δε μας μένει 

3 σχόλια: