"Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δεν θα επιτρέψω ούτε σε αυτό να με αλλάξει"
Ανήμερα του θανάτου του συγγραφέα παραθέτω κάποια αποσπάσματα από τα έργα του
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε?" :
"Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστο μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μεις τι κάνουμε, ρε αντί να τη ζήσουμε?
Τι την κάνουμε? Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την...
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πως είναι σχέσεις?
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες?
Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας...
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το άυριο που δεν θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς... Όμως το αφήσαμε για αύριο...
Για να πάμε που?
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί?
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχθές απ'την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια..."
Ακολουθεί απόσπασμα απ'το βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε?" :
"Τον βρήκα λοιπόν στο καφενείο. Περιτριγυρισμένο από κορίτσια και αγόρια. Και βέβαια να αγορεύει, μαγευτικός και ερωτικός όπως πάντα. Παρά τα 70 του χρονάκια:
"Όμως το πρόβλημα είναι ότι φτιάξαμε ένα τεχνοκρατικό πολιτισμό, που αντί να υπηρετεί τον άνθρωπο, έκανε τον άνθρωπο υπηρέτη του. Συγκροτήσαμε ένα σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, διανομής και υπηρεσιών, που αντί να λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας και του ανθρώπου, λειτουργεί πια σε βάρος του. ¨Ενα σύστημα που ακολουθεί τη δικιά του αυτόνομη, εφιαλτική πορεία, έξω από τον άνθρωπο και τις πραγματικές του ανάγκες.
Αυτή, η από κεκτημένη ταχύτητα εφιαλτική πορεία, δεν εκφράζεται μόνο μέσα από τον αλόγιστο υπερκαταναλωτισμό, με τη σπατάλη πρώτων υλών, πηγών ενέργειας, ανθρώπινων ωρών εργασίας, καταστροφής του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας, αλλά και από το γεγονός, ότι για τις ανάγκες αυτοσυντήρησής του, καταστρέφει και αυτήν ακόμα την εργασία και την παραγωγή του ανθρώπου.
Η γη μας μοιάζει με ένα τεράστιο διαστημόπλοιο, που πλανιέται χαμένο στο διάστημα χωρίς πηδάλιο και χωρίς σκοπό, εξαντλώντας τις πηγές ενέργειάς του.
Τα φαινόμενα αυτής της καθημερινότητας τα ζούμε πια και στη χώρα μας. Ο αγρότης της Ημαθίας, της Κορίνθου, της Κρήτης κλπ., ξεκινάει για το χωράφι του φορτωμένος με όλα τα σύγχρονα μέσα της δουλειάς του, οργώνει τη γη, τη ποτίζει με δηλητήριο και ορμόνες, για να παράξει την ευλογία του θεού πορτοκάλι, μήλο, ροδάκινο, ντομάτα. Και αντί να τα πάει στην αγορά, πληρώνεται για να πάει να τα θάψει.
Ένα από τα βασανιστήρια που μας έκαναν στα διάφορα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, για να τσακίσουν την προσωπικότητά μας, ήταν να μας βάζουν να κάνουμε δουλειές χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό. Όπως, να κουβαλάμε νερό από τη θάλασσα με τους τενεκέδες, και να τον αδειάζουμε στη κορυφή του βουνού, ή να κουβαλάμε πέτρες, από τη μια μεριά στην άλλη, χωρίς κανένα προορισμό. Αυτή η πρακτική των στρατοπέδων έγινε πρακτική της σύγχρονης κοινωνίας μας.
Δεν είναι μακριά η εποχή, που αυτός ο κοινωνικός καρκίνος που λέγεται "σύγχρονο σύστημα", θα αποκαλύψει εφιαλτικά την αυτονόμησή του από τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, και στα βιομηχανικά προιόντα. Σκεφτείτε ένα πολυτελές αυτοκίνητο, ψυγείο, τηλεόραση, πλυντήριο, να βγαίνει από το εργοστάσιο παραγωγής, να το παίρνει ο γερανός να το λιώνει στη πρέσα και να αρχίζει από την αρχή, η άχρηστη πλέον για τον άνθρωπο διαδικασία, που λέγεται παραγωγή, που λέγεται εργασία, που λέγεται ανάπτυξη.
Κυρίαρχη αντίθεση πια της σημερινής κοινωνίας, είναι η αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου και του συστήματος, μεταξύ του ανθρώπου και της εξουσίας. Από αυτή την άποψη, έχει τελειώσει και ο ρόλος των αρχηγών και των πολιτικών κομμάτων, που αποτελούν πια στοιχεία αυτού του συστήματος.
Η μελλοντική επανάσταση, για την υπεράσπιση της ζωής του ανθρώπου, θα είναι η επανάσταση των ανθρώπων και όχι η επανάσταση "για τους ανθρώπους".
Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε ως άνθρωποι, πάνω στο κοινό μας πρόβλημα, να κοιταχτούμε στα μάτια και να ονειρευτούμε ξανά, μια όσο γίνεται ευτυχισμένη ζωή, γεμάτη έρωτα, για μας και για τα παιδιά μας.""
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς..." :
"Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα, παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα, με φορτώνουν που λες σε ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ.
Ήξερα ότι πάω για θάνατο, μου το 'χαν πει σ'όλους τους τόνους στην ασφάλεια. Ήταν Σάββατο απόγευμα, καλοκαίρι. Θα 'χε μπει για καλά ο Ιούλιος.
Πέρναγα απ'το Βαρδάρι, είχαν σχολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά...
Ο ένας από τους χαφιέδες με κατάλαβε.
"Βλέπεις, ρε μαλάκα, ποιός νοιάζεται για σένα? Λες ότι πας να πεθάνεις γι αυτούς, ποιός σε ξέρει?
Τους βλέπεις? Κάνουν τα ψώνια τους. Θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Πειραιά, Μπαξέ, Αρετσού, θάλασσα, παιχνίδια, κορίτσια...
Ποιός νοιάζεται για σένα, μαλάκα? Πάς για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών..."
Ένοιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή, έβαλα τα κλάματα.
Έ, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη..."
Χρόνης Μίσσιος ( 1930 - 2012 )
Βιβλία
«Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Γράμματα, (1985)
«Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε;», Γράμματα, (1988)
«Τα κεραμίδια στάζουν», Γράμματα, (1991)
«Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», Γράμματα, (1996)
«Ντομάτα με γεύση μπανάνας», Γράμματα, (2001)
«Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο», Bond - us music [κείμενα, αφήγηση], (2009)
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
«Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία», Μεταίχμιο, (2001)
«Παλίμψηστο Καβάλας», Εκδόσεις Καστανιώτη, (2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου