Ξυπνάει, μες στον ιδρώτα
Σαν σε όνειρο κοιτάει γύρω
Μα τσιμπιέται, δεν είναι
Το σεντόνι που πάνω του κοιμήθηκε
Σκληρό, σαν πέτρα
Και είναι πέτρα, βρώμικη
Τα μαλλιά του κι αυτά
Ολόκληρος, μια βρωμιά
Ένα απόβρασμα, ένας άγνωστος
Δεν ανήκει πουθενά
Δεν έχει ταυτότητα
Δεν είναι κανένας
Και κανείς δεν του μιλά
Τον κοιτάνε μόνο
Με λύπηση, με απορία
Τον σιχαίνονται, τον μισούν
Τους χαλάει τη θέα
Δεν τον νοιάζει
Σαν σε όνειρο
Σαν να μη ζει
Σαν νεκρός, σαν ζόμπι
Με μια ανάγκη μόνο
Τι θα φάει σήμερα
Ντροπιασμένος
Πάει εκεί ξανά
Του δίνουν πιάτο, πλαστικό
Δεν κοιτάει κανέναν τους
Έχουν κάτι μάτια
Σαν να τους χρωστάει
Νιώθουν καλά
Νιώθουν θεοί
Δεν το δείχνουν
Κάνουν πως λυπούνται
Πως καταλαβαίνουν
Γι’αυτό τους μισεί
Το παίρνει όμως
Και το τρώει
Γυρνά ξανά, εκεί
Βρίσκει τους άλλους
Είναι σαν κι αυτόν
Βρώμικοι, σιωπηλοί
Κουρασμένοι
Απόβλητοι κι αυτοί
Είναι καθρέφτες
Γι’αυτό τους μισεί
Γύρω του άνθρωποι
Κοιτούν, σχολιάζουν
Όχι με φωνή, το σκέφτονται
Αλλά τους ακούει
Είναι άσχημοι, βρώμικοι
Πιο πολύ απ’αυτόν
Του πετούν νόμισματα
Δεν τους τα ζήτησε
Αλλά το χέρι του είναι τεντωμένο
Η χούφτα του ανοιχτή
Σαν να το κάνει
Δε θέλει τίποτα δικό τους
Ούτε λεφτά, ούτε συμπόνοια
Ψεύτικη, σαν τους ίδιους
Δε θέλει να τους δώσει τη χαρά
Θέλει αυτά που ήταν δικά του
Αυτά που έχασε
Του τα πήραν
Η τράπεζα, η δουλειά
Δεν έχει κανέναν
Και κανείς δεν του μιλά
Εκεί είναι το σπίτι του
Και το πατάνε
Όλοι, εκτός απ’αυτούς
Έφυγαν, δεν άντεχαν
Μια γυναίκα, τρία παιδιά
Γι’αυτό τους αγαπά
Καλά έκαναν
Είναι βρώμικος
Δεν είναι κανένας
Ένα απόβρασμα
Ένας άγνωστος
Ένας άστεγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου