Έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους για να ζεσταθούν. Παρόλο που δεν είχε μπει για τα καλά ακόμα το φθινόπωρο, η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ψυχρή και υγρή. Κοίταξε το ψάθινο καλαθάκι με τις ομπρέλες που είχε πλάι του. Δεν είχε πουλήσει ούτε μία. Λογικό, σκέφτηκε, αφού οι άνθρωποι συνηθίζουν να αισθάνονται την ανάγκη ενός αγαθού μόνο όταν νιώσουν την έλλειψή του. Είχε πιάσει τη γωνιά της εκκλησίας από πολύ νωρίς, χάραζε σχεδόν όταν αποφάσισε να επιλέξει αυτό το μέρος για να πουλήσει τις μεγάλες, μονόχρωμες ομπρέλες του. Ήταν σίγουρος ότι στα επόμενα λεπτά κι ενώ η βροχή όλο και δυνάμωνε, θα σταμάταγε ο πρώτος άνθρωπος ζητώντας του μία. Το ένστικτό του επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη φορά, μετά από την επιτυχημένη πρόβλεψή του για την επικείμενη βροχή.
Μια νεανική παρέα σταμάτησε μπροστά του, με ένα παράξενο ύφος σχηματισμένο στα πρόσωπά τους. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και τους χαμογέλασε. "Τι θες στη χώρα μας ρε βρωμοαράπη; Φύγε!", είπε ο ένας απ'τους δύο νευριασμένα. Εκείνος ξανακάθησε στο πεζούλι και χαμήλωσε το βλέμμα απογοητευμένος. "Δεν ακούς τι σου λέμε ή δεν καταλαβαίνεις; Ξεκουμπίσου, παλιομαλάκα, πήγαινε πίσω στην Αφρική". Ήταν έτοιμοι να προσπαθήσουν να τον σηκώσουν με το ζόρι, όταν ένας ψηλός άντρας με σκούρα καπαρντίνα τους πλησίασε και τους είπε ήρεμα να φύγουν. Εκείνοι ήταν έτοιμοι στην αρχή να τα βάλουν και μαζί του, αλλά παρατηρώντας τον τελικά υπάκουσαν απρόθυμα και απομακρύνθηκαν αργά.
-Ευχαριστώ πολύ, δεν χρειαζόταν ό..., πρόλαβε να πει ο μιγάς πριν αντικρίσει έκπληκτος το πρόσωπο του άγνωστου άντρα.
-Δεν κάνει τίποτα, υποχρέωσή μου.. Αν και δεν χρειαζόσουν εμένα για να τους διώξεις. Όπως πάντα όμως, πρέπει να το παίξεις αγαθός, υπεράνω. Ο άντρας γέλασε και το βλέμμα του περιπλανήθηκε τριγύρω.
-Βλέπω δεν είσαι καθόλου πρωτότυπος, δεν σκέφτηκες και πολύ το μέρος πριν το διαλέξεις... Μάλλον πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι, έχουν δίκιο που το λένε, δήλωσε γελώντας σαρδόνια ο άντρας με την καπαρντίνα. Ο μιγάς τον κοιτούσε λες και ήταν ένας παιδικός του φίλος που είχε να δει δεκαετίες, τον παρατηρούσε έκπληκτος. Τον είχε αναγνωρίσει.
-Μα καλά, πότε θα αποδεχθείς ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πια τις ομπρέλες σου και την προστασία τους; Και δεν σχολιάζω την εμφάνισή σου, ιδιαίτερα ατυχής, εκτός αν ήθελες να αποδείξεις κάτι, συνέχισε ψύχραιμα ο ψηλός, γεροδεμένος άντρας. Ο μιγάς συνέχισε να μην λέει κουβέντα. Χαμήλωσε πάλι το πρόσωπό του προς το έδαφος.
-Έλα, μην το παίρνεις κατάκαρδα, θέλεις να κάτσω λίγο δίπλα σου; Δεν χαίρεσαι καθόλου που με ξαναβλέπεις μετά από τόσο καιρό;, συνέχισε ο πρώτος, ενώ καθόταν δίπλα του στο πεζούλι χωρίς να περιμένει απάντηση.
-Άλλωστε είμαστε αδέρφια κατά μία έννοια, μην το ξεχνάς. Αλήθεια, τι κάνει ο πατερούλης;, είπε και τελείωσε την πρότασή του γελώντας επιτηδευμένα.
-Αν ήρθες εδώ για να με χλευάσεις και αυτό σε κάνει χαρούμενο, καν'το. Αλλά δεν νομίζω να ήρθες γι'αυτό μόνο, είπε τελικά ο μικροπωλητής κοιτώντας τον άντρα στα μάτια.
-Έχεις δίκιο, δεν ήρθα γι'αυτό, αν και μου προσφέρει μια μικρή ευχαρίστηση, είναι η αλήθεια. Αν σου πω ότι ήρθα να δω τι κάνεις, θα με πιστέψεις; Δεν έρχεσαι συχνά στα μέρη μου και όταν έμαθα ότι εμφανίστηκες μετά από τόσα χρόνια δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία, είπε εκείνος εύθυμα.
-Στα μέρη σου; Βλέπω η πλεονεξία και η αχαριστία σου όσο πάει και μεγαλώνει, αδερφέ. Μπορεί να έχουν αλλάξει όλα προς το χειρότερο εδώ, αλλά δεν μπορείς να θεωρείς τίποτα ιδιοκτησία σου, όπως ούτε κι εγώ.
-Χαχαχα, φανταζόσουν ποτέ ότι θα μαλώναμε εμείς οι δύο για την κληρονομιά του πατέρα; Νομίζω πάντως ότι έχω το δικαίωμα να οικειοποιούμαι κάποια πράγματα. Εσύ και ο άλλος τα αφήσατε εδώ και καιρό στην τύχη τους, εγώ τους έδωσα μια κατεύθυνση, πολλά από αυτά είναι έργο μου, έτσι δεν λένε;
-Τα ίδια ξύλινα λόγια, όπως τότε, δεν τα βαρέθηκες; Αυτά κούρασαν και τον κόσμο τόσο καιρό. Δεν τον τραβάνε πια τα όμορφα λόγια για αγάπη, καλοσύνη, συγχώρεση, αιώνια ζωή, δεν καταλαβαίνεις;
H ύλη, το χρήμα, το εγώ, η υποκρισία και ο ανταγωνισμός έχουν γίνει η νέα παγκόσμια θρησκεία τους, και δεν υπάρχει κανένας που να μην συμμετέχει σ'αυτήν. Μπορεί να μην είναι αρεστή και ευχάριστη σε όλους, αλλά είναι απαραίτητη για την επιβίωση πλέον. Και αυτοί ακόμα που το αρνούνται, συμμετέχουν σ'αυτό, μην έχοντας άλλη επιλογή παρά να παίξουν στο παιχνίδι. Και μη μου μιλάς για ελπίδα, αυτοί που προσεύχονται ακόμα σε κάποιο απ'τα ονόματά σου είναι τα πιο ενεργά μέλη της καινούργιας θρησκείας, είναι αναπόφευκτο. Και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο; Ότι πλέον δεν χρειάζεται να κάνω το παραμικρό, οι ανθρώπινη φύση είναι αυτοκαταστροφική. Θα έπρεπε να το γνωρίζεις, ο πατέρας τη δημιούργησε με την άπειρη σοφία του, δήλωσε γελώντας σαρκαστικά.
-Μήπως τελικά δεν τον έφτιαξε απόλυτα καθ'ομοίωση, παρά μόνο καθ'εικόνα; Ή μήπως και η φύση του θεού είναι τόσο στρεβλή, η σοφία του όχι αρκετή;, πρόσθεσε κοιτώντας επιδεικτικά προς τον συννεφιασμένο ουρανό.
-Όλα αυτά που λες τα είδα και τα βλέπω, λέγεται ελεύθερη βούληση, και είναι το
σημαντικότερο δώρο που έδωσε ο θεός στους ανθρώπους. Την χρησιμοποίησαν λάθος μέχρι τώρα, όπως φαίνεται. Παρόλα αυτά συνεχίζει όπως κι εγώ να πιστεύει
στους ανθρώπους. Υπάρχει ακόμα η δυνατότητα να μάθουν απ'τα λάθη τους. Υπάρχει ελπίδα, όσο υπάρχει η ανθρωπότητα, όσο γεννιούνται καινούργιοι άνθρωποι, δήλωσε ήρεμα ο μιγάς χωρίς να γυρνάει το βλέμμα του προς τον άντρα.
-Δεν χρειάζεται να σου θυμίσω τα εκατομμύρια παιδιά που γεννιούνται και πεθαίνουν απ'την πείνα ή την έλλειψη νερού έτσι; Τους πολύνεκρους πολέμους για συμφέροντα και κέρδος, την ακατάπαυστη καταστροφή του περιβάλλοντος, τους αλληλοσκοτωμούς, στο όνομα σου ή στο όνομα κάποιου έθνους; Τη μισαλλοδοξία, την καθημερινή βία, λεκτική και σωματική, τον ρατσισμό, που ακόμα κι εσύ ένιωσες, μόλις πριν λίγο. Είναι κάτι που θλίβει ακόμα κι εμένα. Μην ξεχνάς ότι κάποτε ήμουν άγγελος του. Κανένας θεός, ειδικά τέλειος και πάνσοφος δε θα τα επέτρεπε όλα αυτά, δε νομίζεις αδερφέ;
-Κι εσύ ξεχνάς ότι αν δεν υπάρχει θεός, δεν υφίστασαι ούτε εσύ, το αντίθετό του.
-Αρχίζω να το πιστεύω κι αυτό. Είμαστε απλά ένα δημιούργημα της ανάγκης του ανθρώπου να μην νιώθει μόνος του, κύριος της μοίρας του, υπεύθυνος των λαθών του. Ακόμα και η παρουσία μας εδώ, αυτή τη στιγμή, είναι αποτέλεσμα της φαντασίας κάποιου. Εσύ προσφέρεις την αιώνια ελπίδα για κάτι καλύτερο που τους κρατάει ζωντανούς κι εγώ την δικαιολογία της ασχήμιας του κόσμου, την αιτία κάθε κακής πράξης, συμπεριφοράς και λανθασμένης
επιλογής. Είναι τόσο απλό. Ίσως μόνο με την απουσία μας μπορέσει ο άνθρωπος να νιώσει ότι πρέπει να διορθώσει τα πράγματα, όχι υπό το φόβο κάποιου θεού, άλλα για να σωθεί ο ίδιος.
-Ακόμα κι αν είναι όπως τα λες, η ίδια η πίστη τους σε μας, ή αν θες ακόμα και η δημιουργημένη ύπαρξή μας στη φαντασία τους, υποδηλώνει ότι υπάρχει ακόμη πίστη και ελπίδα στις αξίες και στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου.
- Πάντα είχες μια αλλόκοτη αισιοδοξία μέσα σου, ακόμα κι όταν σε είχαν καρφώσει στο σταυρό. Είναι αξιοθαύμαστο, αλλά και αφελές ταυτόχρονα αυτό σε σένα, αδερφέ. Κοίτα γύρω σου, οι "αγαπημένοι σου" άνθρωποι δεν είναι πλέον παρά ένα μεταλλαγμένο είδος ζώου, παραδομένο στις ορμές και τα πρωτόγονα ένστιγκτά τους, και χωρίς μάλιστα το σημαντικότερο από αυτά, αυτό της αυτοσυντήρησης του είδους τους και της ισορροπίας με τη φύση γύρω τους. Και αυτό τους κάνει χειρότερους από όλα τα άλλα είδη. Θα αυτοκαταστραφούν, είναι ζήτημα χρόνου. Δε λέω, κατάφεραν κάποια αξιοθαύμαστα επιτεύγματα, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να υπερνικήσουν τον σκοτεινό τους εαυτό. Μη θλίβεσαι, αυτό ήταν αναπόφευκτο, είπε, περιμένοντας την απάντηση του σκυφτού άντρα. Αυτή δεν ήρθε ποτέ.
-Αντίο αδερφέ, μακάρι να μη χρειαστεί να τα ξαναπούμε, πρόσθεσε απογοητευμένος πριν σηκωθεί απ'το πεζούλι ξαφνικά. Ο μικροπωλητής έμεινε να τον κοιτάζει σκεφτικός και σοβαρός καθώς εκείνος απομακρυνόταν μέσα στην καταρρακτώδη βροχή.
Ξύπνησα από την ονειροπολησή μου. Πίσω από το βρεγμένο, βρώμικο και θαμπό παράθυρο του λεωφορείου, παρατηρούσα έναν μετανάστη να σηκώνει αργά το καλαθάκι με τις ομπρέλες που πουλούσε και να προχωράει σκυφτός. Ένας μαυροντυμένος ψηλός άντρας απομακρυνόταν με γοργά βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση κρατώντας μια απ'αυτές στο ένα χέρι για να προστατευτεί απ'την βροχή.